- νεφολογία
- η(μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών νεφών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephology (< νέφος + λογία*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek